- θυροκολλώ
- θυροκολλώ, θυροκόλλησα βλ. πίν. 60
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
θυροκολλώ — ησα, ήθηκα, θυροκολλημένος, η, ο, επικολλώ στη θύρα κάποια γνωστοποίηση ή διαφήμιση: Θυροκολλήθηκε το διάταγμα για τη διάλυση της Βουλής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κολλώ — και κολνώ (AM κολλῶ, άω) 1. συνενώνω με κόλλα ή άλλο συνδετικό υλικό δύο ή περισσότερα αντικείμενα ή μέρη τού ίδιου πράγματος, συγκολλώ (α. «μού κόλλησε το τασάκι που έσπασε» β. «τά δὲ νεῡρα... περὶ τὸν τράχηλον ἐκόλλησεν», Πλάτ.) 2. συνδέω,… … Dictionary of Greek